Εδώ στο Πήλιο είμαστε μακριά από τα κέντρα αλλά δεν είμαστε ηλίθιοι...

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

ΝΕΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΝΕΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ (2)


Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ  


Σε ομότιτλο άρθρο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα στις 3/2/15, σημείωνα την ανάγκη: «να κλείσει σύντομα ο πρώτος κύκλος της διαπραγμάτευσης με στόχο ένα συμβιβασμό, τέτοιο που θα δίνει χρόνο και δημοσιονομικό χώρο στην κυβέρνηση να σταθεροποιηθεί και στη χώρα να ανασάνει, ενώ θα αφήνει ανοικτό το πεδίο για μια ουσιαστική διευθέτηση του χρέους, με ορίζοντα την οριστική λύση, σε χρόνο κατά τον οποίο ο συσχετισμός θα είναι ευνοϊκότερος». Σημείωνα, επίσης, με νόημα αντίστοιχο της εγγενούς λεκτικής υπερβολής, πως καθαυτό το περιεχόμενο ενός τέτοιου συμβιβασμού θα είχε μικρότερη ίσως σημασία από τον επικοινωνιακό τρόπο διαχείρισής του.
Σήμερα καλούμαστε να αποτιμήσουμε το περιεχόμενο (αλλά και την επικοινωνιακή διαχείριση) του συμβιβασμού που σηματοδότησε η απόφαση της ευρωομάδας της περασμένης Παρασκευής. Ας επιχειρήσουμε να το κάνουμε ψύχραιμα, ρεαλιστικά και μακριά από κάθε διάθεση εξωραϊσμού ή δαιμονοποίησης.

Αυτό που δεν συνιστά η απόφαση είναι νίκη, ούτε καν πύρρειος, όπως δεν είναι οριστική και τελεσίδικη ήττα. Και κατά τούτο, οι εκτιμήσεις ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός αγώνα αντοχής και όχι ταχύτητας, είναι στην ορθή κατεύθυνση. Μόνο που θα πρέπει να αντιληφθούμε, επιτέλους, πως ήλθε η στιγμή να συζητήσουμε τις πολιτικές προϋποθέσεις για να δοθεί ο αγώνας νικηφόρα, προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας και της δημοκρατίας.
Στη βάση της λαϊκής εντολής, που συνοψίζεται στην: ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας, απαλλαγή από τα μνημόνια και την τρόικα, επιθετική διαπραγμάτευση για το χρέος, αναστροφή της λιτότητας, με λήψη μέτρων κοινωνικής ανακούφισης και επανεκκίνησης της οικονομίας, η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση με το εξής πλαίσιο:
α) απόρριψη της παράτασης του μνημονιακού προγράμματος, με ταυτόχρονη άρνηση της «δόσης» των 7 δις (με την εξαίρεση των 2 δις  από την επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα), τερματισμό του καθεστώτος εποπτείας και αξιολόγησης,
β) μεταβατική συμφωνία-γέφυρα 4 μηνών, που θα περιλάμβανε την εξασφάλιση στοιχειώδους ρευστότητας και προσωρινή εκεχειρία ώστε, εντός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, να δρομολογήσει την υλοποίηση έστω και μέρους του προγράμματος της Θεσσαλονίκης και
γ) την αναγνώριση εκ μέρους των δανειστών της μη βιωσιμότητας του χρέους, ώστε να ανοίξει η ουσιαστική διαπραγμάτευση (η μόνη άλλωστε διαπραγμάτευση που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα του Σύριζα) για την απομείωσή του.  
Η απόφαση, ωστόσο, του Eurogroup κινείται προδήλως σε μεγάλη απόσταση (sic) από τους στόχους που η ίδια η ελληνική κυβέρνηση είχε θέσει, καθώς εμπεριέχει:
α) παράταση, με επίσημο αίτημα της ελληνικής πλευράς, τού μνημονιακού καθεστώτος (της υφιστάμενης συμφωνίας κατά την τρέχουσα ορολογία) αλλά και της «τριμερούς» εποπτείας,
β) αναγνώριση, με τη δική μας επίσης υπογραφή, της δανειακής σύμβασης και του συνόλου του χρέους,
γ) σημαντικό βαθμό αν όχι προληπτικής ακύρωσης, τουλάχιστον αυστηρότατου περιορισμού, υπό τον όρο της αδειοδότησης εκ μέρους των «θεσμών», της δυνατότητας υλοποίησης του προγράμματος, το οποίο ψήφισε ο ελληνικός λαός πριν από 30 μέρες και
δ) όχι μόνο πάγωμα της παραμικρής εκταμίευσης προ της αξιολόγησης του Απριλίου, αλλά και αφαίρεση από το ελληνικό δημόσιο οιασδήποτε δυνατότητας αξιοποίησης έστω και μέρους των διαθέσιμων του Τ.Χ.Σ. (στα οποία, θυμίζω, ότι είχαμε στηρίξει κατά το 25% το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης).  
Τι «κερδίσαμε»; Οπωσδήποτε λίγο χρόνο, προσωρινή παράκαμψη της στημένης παγίδας της 28ης Φεβρουαρίου και αποφυγή, προς το παρόν τουλάχιστον, της εφαρμογής των «προαπαιτούμενων». Ορισμένες – δημιουργικές, υπό όρους - «αμφισημίες» στις διατυπώσεις της απόφασης, π.χ. για το ύψος του φετινού πρωτογενούς πλεονάσματος και κάποια, έστω και λεκτικά, προσχήματα, ώστε να μπορούμε να ισχυριστούμε ενώπιον του λαού, που βρέθηκε και πάλι στις πλατείες, επιμένοντας να ελπίζει, ότι αποφύγαμε την ταπείνωση με το καλημέρα.  
Είναι προφανές ότι ενώ το «δούναι» είναι οφθαλμοφανές, χειροπιαστό και φέρει την υπογραφή μας, συνιστώντας ήδη μια πρώτη σημαντική υποχώρηση, που μένει να φανεί αν θα είναι συντεταγμένη και όχι άτακτη, από την αρχική χάραξη του μετώπου, το «λαβείν» εξαρτάται από πολλές προϋποθέσεις και «δυναμικές» ερμηνείες. Ενώ, σε κάθε περίπτωση, τα πραγματικά επίδικα εξακολουθούν να βρίσκονται στο τραπέζι, με τα επόμενα ραντεβού να είναι προσδιορισμένα (Απρίλης-Ιούνης) και τον συσχετισμό των δυνάμεων να παραμένει αμείλικτος. Όσο συντομότερα συνειδητοποιηθεί το γεγονός πως το δικό μας στρατόπεδο στηρίζεται καθοριστικά στο φρόνημα και τη διαθεσιμότητα του λαϊκού παράγοντα – και πάντως όχι στις νεόκοπες «φίλιες» δυνάμεις εντός και εκτός της χώρας – τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι και η ανασύνταξή μας για να δοθούν οι επόμενες μάχες.
Η κυβέρνηση, το δίχως άλλο, κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες στην κατεύθυνση της «διεθνοποίησης» του ζητήματος, στη δημιουργία κύματος συμπάθειας και αλληλεγγύης εκ μέρους του κόσμου των κινημάτων, της διανόησης και του προοδευτικού τύπου στην Ευρώπη και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Η αντανάκλαση αυτής της κινητικότητας, στο επίπεδο των «θεσμών», ήταν και παραμένει εξαιρετικά ασθενής κι εδώ η κυβέρνηση, χωρίς να εγκαταλείψει καθόλου αυτή την προσπάθεια, οφείλει επειγόντως να προμηθευτεί ένα καινούριο, πολύ μικρότερο καλάθι.  
Είναι πανθομολογούμενο και προκύπτει από το σύνολο των έγκυρων δημοσιευμάτων – ειδικότερα μάλιστα από εκείνα που απηχούν την ευμενέστερη δυνατή αντιμετώπιση προς την ελληνική πλευρά – ότι η «Ευρώπη» ήταν έτοιμη για την εκπυρσοκρότηση από το βράδυ της Παρασκευής, ότι η ελληνική αντιπροσωπεία εκβιάστηκε με ξαφνικό θάνατο, στο ίδιο και απαράλλακτο μοτίβο της Κύπρου.
Κατά συνέπεια, είναι ακατανόητες οι δηλώσεις εκ μέρους κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών μετά το Eurogroup ότι «η Ευρώπη απόψε άλλαξε σελίδα» και διάφορα συναφή.
Τι ακριβώς απηχούν αυτές οι δηλώσεις άραγε; Διπλωματική αβρότητα, τη στιγμή που ο Paul Mason εγκαλεί τον Ντάισενμπλουμ και τους ομοίους του ότι την ίδια νύχτα «κατέστρεψαν τη δημοκρατία»; Ή μήπως ειλικρινή έκπληξη για το γεγονός ότι το περίστροφο δεν εκπυρσοκρότησε τελικά, όταν και μόνο όταν η ελληνική υποχώρηση σταμάτησε εκατοστά μόλις πριν το οριακό σημείο της αυτοακύρωσης ;
Η έκπληξη θα ήταν κατανοητή για κάποιον, ας πούμε, «ορκισμένο» ευρωσκεπτικιστή. Για όσους, όμως, επιμένουν στη θεωρία του «καλού ευρώ» και βλέπουν ως προνομιακό πεδίο διαπραγμάτευσης την «υπαρκτή» ευρωπαϊκή ένωση και τους υπαρκτούς μηχανισμούς της ευρωζώνης, έκπληξη θα έπρεπε να συνιστά όχι η αποφυγή του πυροβολισμού αλλά αυτή καθαυτή η εκτόξευση του ωμού εκβιασμού. Που, σε πείσμα των όσων επιχειρημάτων οι ίδιοι οι «εκπλαγέντες» διακινούσαν συστηματικά, δεν ήταν μπλόφα. Γιατί αν ήταν «εικονικός» ο εκβιασμός του πνιγμού, τότε προς τι η δική μας, κάθε άλλο παρά εικονική, υποχώρηση;   

ΚΑΘΑΡΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ, ΚΑΘΑΡΕΣ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ 

Ανήκω σ’ εκείνη τη σχολή σκέψης που υποστηρίζει ότι ο χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι βαθιά και αναπόδραστα ιμπεριαλιστικός. Έχω, επίσης, επανειλημμένα υποστηρίξει πως εντός ευρώ όχι μόνο δεν είναι δυνατή η πλήρης ανατροπή των μνημονίων αλλά και πως η χώρα έχει υποστεί τέτοια κοινωνική και οικονομική καταστολή, που, για την ουσιαστική της ανάταξη, απαιτείται η υπερθετική αξιοποίηση μεθόδων και εργαλείων (ένα μόνο απ’ αυτά είναι η νομισματική πολιτική) τα οποία ούτε διαθέτουμε ούτε ελέγχουμε. Εδώ δεν μπορεί η κυβέρνηση να διορίσει τον Μιχελή στην Εθνική.  
Στον προσυνεδριακό μας διάλογο ανήκα σ’ αυτούς που είχαν υποστηρίξει ότι υπήρχαν δυνατότητες μιας στοιχειώδους προωθητικής σύνθεσης (που δεν επιτεύχθηκε), ώστε το «εναλλακτικό σχέδιο» να καταστεί, έστω και ως διαπραγματευτικό όπλο, στοιχείο της λαϊκής εντολής που θα διεκδικήσουμε. Στο διάστημα που ακολούθησε, ακόμη και όσοι από μας δεν το είχαμε ψηφίσει, χρειάστηκε επανειλημμένα να υπερασπίσουμε το πλαίσιο των συνεδριακών αποφάσεων, ενόψει μιας διαρκούς και συστηματικής προσπάθειας εκ μέρους μερίδας τουλάχιστον της ηγετικής πλειοψηφίας να το «λειάνει», να το «αμβλύνει» ή και να ακυρώσει κρίσιμες πλευρές του.  
Η πρόσφατη εκλογική μάχη δόθηκε και κερδήθηκε στη βάση της «επιθετικής διαπραγμάτευσης εντός ευρωζώνης». Ταυτόχρονα, όμως, η λαϊκή εντολή για ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας ήταν παραπάνω από σαφής.  
Στο φως των νέων δεδομένων, η ηγεσία μας οφείλει όχι να απολογηθεί αλλά να (επανα)τοποθετηθεί.
Αυτός ήταν ο συμβιβασμός που μπορέσαμε να επιτύχουμε υπό τον παρόντα συσχετισμό δυνάμεων και με δεδομένη την παγίδα που είχαν στήσει στη χώρα. Δεν εγκαταλείπουμε τον αγώνα για ανατροπή της λιτότητας και των μνημονίων. Θα κάνουμε ό,τι απαιτηθεί γι’ αυτό. Συμπεριλαμβανομένων όλων των όπλων που θα χρειαστεί να επιστρατεύσουμε. Το χρονικό διάστημα της εκεχειρίας που έχουμε μπροστά μας θα το αξιοποιήσουμε για να προετοιμαστούμε αποτελεσματικά για κάθε ενδεχόμενο, ζητώντας σε κάθε περίπτωση και με κάθε πρόσφορο τρόπο τη γνώμη του ελληνικού λαού. 
Αυτό θα μπορούσε να είναι το περίγραμμα μιας έντιμης και ειλικρινούς τοποθέτησης, χωρίς καμία περαιτέρω προσπάθεια τεχνητού εξωραϊσμού. Αυτό ας αφεθεί να το διαπράττουν πολλά από τα «ανανήψαντα» δημοσιογραφικά φερέφωνα, που βιάζονται να μας καλωσορίσουν στον «ρεαλισμό», χτίζοντας κιόλας τις «γέφυρες» με τα διάφορα «κεντροαριστερά»  ποτάμια και παραπόταμους που δηλώνουν πρόθυμοι να στηρίξουν την πλήρη «προσαρμογή» μας.
Ο κόσμος χρειάζεται την ανύψωση του φρονήματος όχι όμως το παραμύθιασμα. Είναι άλλωστε πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε και υποψιασμένος και αποφασισμένος, αρκεί να είναι η ηγεσία του σταθερή και αποφασισμένη.
Στη βάση αυτή θα βάλουμε όλοι πλάτη. Στην αντίθετη περίπτωση θεωρώ ότι το πιο αξιόμαχο δυναμικό μας οδηγείται στην έξοδο. Προσωπικά τουλάχιστον, μνημόνιο έστω και light δεν είμαι διατεθειμένος να στηρίξω.