Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΙΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ*
Ένας φίλος, έντιμος και σκληρά εργαζόμενος, με υποχρεώσεις επταμελούς
οικογένειας φορτωμένες στην πλάτη, βρέθηκε πρόσφατα σε φορολογική
απόγνωση. Μια σειρά από ατυχή γεγονότα στην προσωπική του κατάσταση, σε
διαβολική συνέργεια με τα διόλου "ατυχή" γεγονότα της συλλογικής μας κρίσης, συσσώρευσαν πάνω του φορολογικό χρέος άνω των 35.000 ευρώ, μαζί με πρόστιμα και προσαυξήσεις. Έκανε προσπάθειες να το διαχειριστεί με
τις προηγούμενες ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών, αλλά επειδή η
πραγματικότητα εξελίχθηκε ερήμην των ατομικών μας σχεδίων, δεν κατάφερε
να είναι συνεπής. Έχασε τη ρύθμιση και τελικά βρέθηκε στο δικαστήριο, ποινικά διωκόμενος για πλημμέλημα.
Έσπευσε και μπήκε στη νέα ρύθμιση και, με τη βεβαίωση της εφορίας στο
χέρι, απαλλάχθηκε. Άλλωστε, τα δικαστήρια έχουν μάλλον πάρει το μήνυμα
της κυβέρνησης για τους μικρούς οφειλέτες και, κατά κανόνα, δεν
καταλογίζουν ποινές.
Το
παράδειγμα που ανέφερα είναι αληθινό. Και έχει μια τρομακτική αναλογία
-ακόμη και αριθμητική- με το δημόσιο χρέος που βαρύνει κάθε έναν από τα 11.000.000 κατοίκους της χώρας. Έκαστος εξ ημών βαρύνεται με χρέος περίπου 30.000 ευρώ, εξοφλητέο μέχρι το 2057. Αν επιμερίσουμε το χρέος στα περίπου 4 εκατ. νοικοκυριά, καθένα βαρύνεται με 76.000 ευρώ, υπερδιπλάσιο του μέσου ετήσιου εισοδήματός του. Κι αν προσθέσουμε και το ιδιωτικό χρέος τους, ο λογαριασμός εκτοξεύεται στα 120.000 ευρώ, το τετραπλάσιο του μέσου ετήσιου εισοδήματος. Το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχουν μέσοι άνθρωποι, μέσα νοικοκυριά και μέσα εισοδήματα.
Υπάρχουν άνθρωποι στην πλειοψηφία τους κάτω από αυτά τα «μέσα» και θα
απαιτούνταν η άμισθη δουλεία τους για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια ώστε να
εξοφληθεί το κατά κεφαλήν χρέος, αν υποθέσουμε ότι με κάποιον άλλο
μαγικό τρόπο θα κάλυπταν τις υπόλοιπες ανάγκες τους.
Όσο πιθανό είναι ο φίλος του παραδείγματος να εξοφλήσει το χρέος στην εφορία σε 8 χρόνια,
άλλο τόσο πιθανό είναι να πληρωθεί το ελληνικό χρέος προς τους
δανειστές. Αυτή η πραγματικότητα έπρεπε να αποτελεί τη βάση οποιασδήποτε
συμφωνίας, ακόμη και μιας ετεροβαρούς (υπέρ των δανειστών) και όχι
«αμοιβαία επωφελούς» συμφωνίας.
Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η πρωθύστερη διαπραγμάτευση που μετέθεσε τη
συζήτηση για το χρέος σε δεύτερο χρόνο, αποδυνάμωσε τα μαθηματικά της
κοινής λογικής, υπέρ των οποίων συνηγορούν ακόμη και τα πιο συντηρητικά think tank της Ευρώπης, και στη θέση τους ενδυνάμωσε τη ρητορική του «ηθικού κινδύνου» αθέτησης του χρέους. Εν ονόματι του «κινδύνου» αυτού έγινε αποδεκτή η αντίληψη «μεταρρυθμίσεις έναντι συμφωνίας». Αλλά η αντίληψη αυτή παρακάμπτει την
αριθμητική της κοινής λογικής, η οποία υπαγορεύει ότι αυτό το χρέος
έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να εξοφληθεί χωρίς δραστικό κούρεμα, και
εξαντλεί τη διαπραγμάτευση στην αναζήτηση πολιτικών και «τεχνικών» που
εγγυώνται την «αειφόρο» εξυπηρέτησή του. Τελικά, εγκλωβίζει την
οικονομία στον φαύλο κύκλο που την έβαλαν τα δύο προηγούμενα Μνημόνια,
μετατρέποντάς τη σε ΑΤΜ αναλήψεων για τους δανειστές.
Εν
κατακλείδι, συμφωνία χωρίς πρόνοια για δραστική μείωση του χρέους θα
έχει την τύχη της ρύθμισης των οφειλών του φίλου μου. Θα είναι συνεπής
για λίγες πρώτες δόσεις -10, 20, 30;- ύστερα θα «φρακάρει» και θα
χρειάζεται νέα ρύθμιση.